- στειροχωρίζω
- αμετ. удалять из стада яловых овец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στειροχωρίζω — Ν (σχετικά με κοπάδια αιγοπροβάτων) ξεχωρίζω τις στείρες προβατίνες και κατσίκες («στειροχωρίζουν στού Κλαδά, τυροκομούν στού Ζέρβα», Κρυστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στείρος + χωρίζω] … Dictionary of Greek